γυαλένιος

γυαλένιος
α, ο см. γυάλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γυαλένιος" в других словарях:

  • γυαλένιος — ια, ιο ο γυάλινος …   Dictionary of Greek

  • γυαλένιος — ια, ιο βλ. γυάλινος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστραπάς — ο (Μ μαστραπάς) νεοελλ. 1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι) 2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή 3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»