γυαλένιος
Смотреть что такое "γυαλένιος" в других словарях:
γυαλένιος — ια, ιο ο γυάλινος … Dictionary of Greek
γυαλένιος — ια, ιο βλ. γυάλινος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαστραπάς — ο (Μ μαστραπάς) νεοελλ. 1. μικρό δοχείο από γυαλί, πηλό ή μέταλλο για νερό ή κρασί, κανάτα («είσαι γυαλένιος μαστραπάς κι όποιονε ιδείς τον αγαπάς», δημ. τραγούδι) 2. (διαλ.τ.) μεταλλικό κύπελλο με λαβή 3. παροιμ. «το μαστραπά τόν έσπασες, κρασί… … Dictionary of Greek